Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην συνδέει το Μεντεγίν της Κολομβίας, με τον θρυλικό έμπορο ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην συνδέει το Μεντεγίν της Κολομβίας, με τον θρυλικό έμπορο ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ.
Ήταν η γενέτειρά του και εκεί μεγαλούργησε το θρυλικό καρτέλ του
Μεντεγίν, με κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι ο βασικός λόγος που
γνωρίζουν σε όλο το κόσμο αυτή τη φτωχή πόλη των 4 εκατομμυρίων
κατοίκων.
Όμως αυτά ανήκουν στο παρελθόν, το Μεντεγίν φιλοξενεί
το πιο μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό της Κολομβίας, και όλες οι
επιχειρήσεις μετακομίζουν εκεί. Οικονομικοί κολοσσοί με τεράστιους
τζίρους και επιχειρηματικές δραστηριότητες σε ολόκληρο το κόσμο,
εδρεύουν στο μέρος όπου έχτισε την αυτοκρατορία του ο Πάμπλο Εσκομπάρ.
Εκεί
έγιναν ανάρπαστοι οι δικοί μας κουραμπιέδες, μπισκότα αμυγδάλου τα λένε
στη Λατινική Αμερική, και φυσικά τα παράγει και τα πουλάει ένας
Έλληνας.
Ο
κ. Γκόγκας, που κατάγεται από την Κέρκυρα, σπούδασε βιολογία στην Αθήνα
και έφθασε στο Μεντεγίν πριν από 20 χρόνια. Η Ελλάδα ήταν πολύ μικρή
για τα όνειρά του, μπήκε στο αεροπλάνο και προσγειώθηκε στην Κολομβία.
Αγόρασε ένα απαρχαιωμένο εργοστάσιο και ξεκίνησε να παράγει
κουραμπιέδες. Οι ντόπιοι εντυπωσιάστηκαν από το γλυκό και σύντομα έγινε
καθημερινή τους συνήθεια. Το γλυκό των μερακλήδων, το χαρακτηρίζουν οι
ντόπιοι.
Σήμερα πουλάει κουραμπιέδες σε όλη την Λατινική Αμερική,
θεωρείται από τους επιφανέστερους επιχειρηματίες στην Κολομβία, και έχει
προχωρήσει στη δημιουργία ομίλου επιχειρήσεων με πολλαπλές
δραστηριότητες.
Ο
κ. Γκόγκας είναι παντρεμένος με τη Maria Victoria Mesa και έχουν τρία
παιδιά, την Καρολίνα, τη Σοφία και τον Νικόλα. Στην ερώτηση τι είναι η
Κολομβία για αυτόν, απάντησε: «Eδώ πρέπει να είσαι συνέχεια στην
"τσίτα". Κάθε ημέρα αντιμετωπίζεις νέους παράγοντες που ποτέ σου ούτε
καν ονειρεύθηκες και νέες συνθήκες που δεν μπορούσες να προβλέψεις.
Υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες, όμως και μεγάλα ρίσκα. Είναι σαν να έχει
ενωθεί σε ένα η Κόλαση και ο Παράδεισος. Τη μία ημέρα είσαι πλούσιος και
την άλλη δεν έχεις τίποτα!»
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ