Page Nav

{fbt_classic_header}

Τελευταια νεα:

latest

Ο Γιάνης είναι πονηρός ή ίσως ... λειψός (του Γιώργου Βαρδακώστα) Μέρος 2ο

Ο Γιάνης είναι πονηρός ή ίσως ... λειψός  Για να παρακολουθήσεις τη συνέχεια της φανταστικής ιστορίας, καλύτερα να διαβάσεις πρώτα το...

Ο Γιάνης είναι πονηρός ή ίσως λειψός (του Γιώργου Βαρδακώστα) Μέρος 2ο
Ο Γιάνης είναι πονηρός
ή ίσως ... λειψός 
Για να παρακολουθήσεις τη συνέχεια της φανταστικής ιστορίας, καλύτερα να διαβάσεις πρώτα το 1ο Μέρος
Αν πάλι το έχεις διαβάσει, μπορείς να απολαύσεις το 2ο και τελευταίο μέρος.

Καθώς μεγάλωνε ο Γιάνης, όλο και ομόρφαινε. Το καταλάβαινε από το πώς τον κοιτούσαν τα κορίτσια.
Του το ‘λεγε και ο καθρέφτης, όταν στεκόταν μπροστά του, πριν από τη έξοδο του Σαββατοκύριακου.

- Η γυναίκα, που θα πάρεις, να είναι άσχημη και πλούσια, του έλεγε ο κυρ Νίκος.

Αα … όλα κι όλα. Καλός, χρυσός ο μπαμπάς, αλλά αυτό παραπήγαινε. Του Γιάνη του άρεσαν τα ωραία. Οι φήμες έλεγαν ότι, του άρεσαν κι άλλα πράγματα, αλλά συχνά οι φήμες ξεπερνούν την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν ο Γιάνης ερωτεύτηκε την Όλγα. Ίσως την ερωτεύτηκε, επειδή την ερωτεύτηκαν πρώτοι οι φίλοι του. Ο Γιάνης όμως είχε περισσότερα προσόντα κι έτσι η Όλγα έγινε δική του. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Οι δυο τους ταίριαζαν, τόσο εμφανισιακά, όσο και … πνευματικά. Παντρεύτηκαν γρήγορα και όλοι τους ευχήθηκαν βίο ανθόσπαρτο. Έκαναν μάλιστα και δύο παιδάκια. Δηλαδή για την ακρίβεια, η Όλγα τα έκανε.

Δεν ξέρω να σου πω, αν η Όλγα είχε περιουσία. Κυκλοφορούσε όμως κάθε μέρα με διαφορετικό συνολάκι. Όλα σινιέ. Πρέπει να είχε τόσες τσάντες, όσες είναι οι μέρες ενός δίσεκτου έτους. Οι γόβες ήταν πάντα ασορτί με την τσάντα και το ρολόι. Μερικοί λένε ότι, τις γόβες δεν τις έβγαζε ούτε στο κρεβάτι. Άλλοι πάλι λένε ότι, μ’ αυτές περπατούσε πάνω στο Γιάνη. Εγώ πάντως όρκο δεν παίρνω.

Η αλήθεια είναι ότι, η Όλγα, του είχε ανέβει καβάλα. Μεταφορικά βέβαια. Είχε αναλάβει πρωτοβουλίες και στα οικονομικά. Άλλωστε οι Louis Vuitton κοστίζουν. Σε όσους είχαν οικονομικές συναλλαγές με το Γιάνη, απευθυνόταν σε πρώτο πρόσωπο.

- Δεν μπορώ να σε χρηματοδοτώ.
- Αν δεν μπορείς να πληρώνεις γιατί δε φεύγεις;
- Αν δεν σε πάρω τηλέφωνο (για να σου πρήξω τα συκώτια) δεν μου φέρνεις λεφτά.

Ο Γιάνης, ακόμα κι όταν ήταν παρών, δεν αντιδρούσε. Όμως η Όλγα δε σταματούσε εκεί. Οι γείτονες, αλλά και κάποιοι περαστικοί περιέγραφαν με γλαφυρότητα τους καυγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι.

- Γιατί τους αφήνεις;
- Τζάμπα τα φοράς τα παντελόνια.
- Κανονικά, θα έπρεπε να τους πλακώσεις στις μπουνιές.

Του Γιάνη βέβαια, του ερχόταν να πλακώσει την Όλγα στις μπουνιές. Αλλά συγκρατιόταν.

- Ένας πραγματικός άντρας, δε σηκώνει ποτέ χέρι σε μια γυναίκα, έλεγε ο μπαμπάς.

Και ο Γιάνης αισθανόταν πραγματικός άντρας. Περιοριζόταν λοιπόν σε μερικά καντήλια μόνο. Μετά το μετάνιωνε, της έκανε ένα δώρο και όλα καλά. Άλλωστε, είχαν και δυο παιδιά.

Τα χρόνια πέρασαν και οι εποχές άλλαξαν. Ο κόσμος δεν είχε πια λεφτά και το είδος με το οποίο ασχολούταν ο Γιάνης δεν ήταν πρώτης ανάγκης, ούτε καν δεύτερης. Τα λόγια του μπαμπά του τριβέλιζαν το μυαλό. Ήταν σα να τον άκουγε.

- Ο σωστός επαγγελματίας, πάντα τα καταφέρνει.

Και ο Γιάνης ήταν ο σωστός επαγγελματίας με το σωστό χαμόγελο. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν πατούσε κόσμος στο μαγαζί. Οι φίλοι, του έδιναν πληροφορίες:

- Το χρηματιστήριο, θα αρχίσει πάλι ν’ ανεβαίνει.
- Οι τράπεζες θα αρχίσουν να μοιράζουν πάλι λεφτά.
- Μέχρι το Σεπτέμβριο η κρίση θα έχει περάσει.

Μόνο, που δεν του είχαν διευκρινίσει για ποιας χρονιάς το Σεπτέμβριο μιλούσαν. Τώρα πια δυσκολευόταν να αποταμιεύσει. Η Όλγα όμως συνέχιζε να ξοδεύει όπως πριν. Οι καυγάδες ήταν πλέον καθημερινοί. Τα ακίνητα, που κάποτε ήταν πηγή εύκολου χρήματος, τώρα έγιναν πηγή προβλημάτων. Οι φόροι υψηλοί και οι ενοικιαστές έγιναν απαιτητικοί. Οι αλήτες, όλο ζητούσαν μειώσεις στα ενοίκια. Φυσικά ο Γιάννης, όταν άκουγε για μειώσεις, έβγαζε σπυράκια. Ήταν ανένδοτος. Ξεχνούσε και το ψεύτικο χαμόγελο και άρχιζε τις απειλές για δικηγόρους, εξώσεις και τα σχετικά. Ήταν τόσο μεγάλος πρήχτης, που ορισμένοι ενοικιαστές άρχισαν να παίρνουν ψυχοφάρμακα. Το γεγονός ότι, δεν του άνοιξε κανείς το κεφάλι, θα πρέπει να θεωρείται το όγδοο θαύμα του σύγχρονου κόσμου.

Εννοείται ότι, όσο δύσκολη και να ήταν η κατάσταση, ούτε που σκεφτόταν να φάει από τα έτοιμα. Φοβόταν ότι, θα σηκωνόταν ο μπαμπάς από τον τάφο, αν τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο.

- Δεν τρώμε ποτέ από τα έτοιμα. Είναι για τα γεράματα.

Ο Γιάνης νόμιζε ότι, επειδή τα γεράματα είναι πληθυντικός, είναι πολλά και γι’ αυτό πρέπει, όταν φτάσεις στα γεράματα, να έχεις και πολλά λεφτά. Ίσως κιόλας να σε θάψουν με αυτά, για να έχεις να ξοδεύεις στον άλλο κόσμο.

Θα αναρωτιέσαι τώρα, πώς τελειώνει η ιστορία. Θα θυμάσαι βέβαια ότι, ο Γιάνης δεν αρρώσταινε ποτέ. Μια φορά λοιπόν, που αισθάνθηκε κάποιες ενοχλήσεις, στην περιοχή, που είχε κάνει την εγχείρηση, καθώς ήταν μάλιστα και φοβητσιάρης, έσπευσε στον ουρολόγο. Ο γιατρός κατά πως είθισται, του έβαλε δάχτυλο και τον παρέπεμψε για περαιτέρω εξετάσεις. Ο Γιάνης, γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος. Όχι για το αποτέλεσμα της εξέτασης. Αυτό ήταν σίγουρος ότι θα ήταν καλό. Αναρωτιόταν, αν ήταν φυσιολογικό, που του άρεσε η εξέταση. Δεν το είπε στην Όλγα. Ντράπηκε. Για την ακρίβεια δεν το είπε σε κανέναν.

Το επόμενο ραντεβού με το γιατρό θα του επιφύλασσε τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής του.

- Ξέρεις Γιάνη, εκείνη η εγχείρηση, που έκανες μικρός, έγινε μάλλον καθυστερημένα με αποτέλεσμα να προκληθεί μόνιμη, μη αναστρέψιμη βλάβη. Δυστυχώς δεν θα μπορέσεις να κάνεις παιδιά.

Ο Γιάνης έμεινε κάγκελο. Του πήρε λίγο να καταλάβει τι συνέβαινε. Ή ηλίθιος είναι ο γιατρός ή λάθος οι εξετάσεις, σκέφτηκε. Αφού είμαι στείρος, πώς έκανα παιδιά; Εκτός κι αν … . Και τότε ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν. Για πρώτη φορά στη ζωή του σκεφτόταν τόσο καθαρά. Έτσι εξηγούνταν όλα. Και η συμπεριφορά της Όλγας όλα αυτά τα χρόνια. Και κάτι περιπαικτικά χαμόγελα, που είχε κατά καιρούς αντιληφθεί. Και οι συζητήσεις στην παρέα, που σταματούσαν, όταν αυτός πλησίαζε. Αλλά το πιο σημαντικό. Τα παιδιά ήταν έξυπνα και καλοί μαθητές στο σχολείο σε αντίθεση με τον μπαμπά και τη μαμά τους.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Κανονικά θα έπρεπε να τη σκοτώσει. Τι θα κέρδιζε όμως; Είχε ακούσει για κάποιον αγρότη από το Βελβεντό, που έπνιξε τη γυναίκα του και την έθαψε. Τον έπιασαν όμως και τώρα θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην ψειρού. Αξίζει το ρίσκο; Ήταν πιο έξυπνος από τον αγρότη; Θα μπορούσε να τη γλιτώσει; Και τα παιδιά, που δεν έφταιγαν σε τίποτα; Δεν ήταν βέβαια δικά του, αλλά τους άξιζε να μεγαλώσουν χωρίς γονείς;

Αυτή ήταν η στιγμή, που έπρεπε να αξιοποιήσει όλα τα εφόδια με τα οποία τον είχε προικίσει ο μπαμπάς. Ο δικηγόρος και ο λογιστής τα έκαναν όλα σωστά. Ακόμα και ο οικογενειακός γιατρός βοήθησε να αποδειχθεί ότι, ο Γιάνης δεν ήταν ο πραγματικός πατέρας των παιδιών.

Η Όλγα έπρεπε πλέον να ξεφορτωθεί τις Louis Vuitton για να μπορέσει να επιβιώσει ή να βρει άλλο κορόιδο. Κρίμα, που δεν μπόρεσε να μάθει ποιος ήταν ο μάγκας, που τον έκανε τάρανδο. Ίσως να μην ήταν μόνο ένας. Τι τον ένοιαζε όμως;

Έκλεισε το μαγαζί κι έφυγε. Οι φήμες λένε ότι ζει ευτυχισμένος κάπου στην Αθήνα. Έχει βρει παρηγοριά στην αγκαλιά του Ορφέα, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ο οποίος τρυγεί τις ρώγες, που άφησε ο κυρ Νίκος στον κανακάρη του κι εκείνες τις λίρες, που είχε ξεχασμένες. Προσπαθεί μάλιστα να πείσει το Γιάνη, να υπογράψουν σύμφωνο συμβίωσης. Εκείνος όμως αντιδρά. Άλλωστε το δις εξαμαρτείν ουκ «ανδρός» σοφού.