«Πού θα πας, παιδί μου; ΤΙ ΘΑ ΤΡΩΣ;». Η αντίδραση της μητέρας της, όταν τον Σεπτέμβριο έμαθε τα νέα, ήταν τόσο έντονη, που η Σύλια είχε ...
«Πού θα πας, παιδί μου; ΤΙ ΘΑ ΤΡΩΣ;». Η αντίδραση της μητέρας της, όταν τον Σεπτέμβριο έμαθε τα νέα, ήταν τόσο έντονη, που η Σύλια είχε σχεδόν γελάσει. Εξάλλου είχε άλλα, επιτακτικά, προβλήματα: να εντοπίσει, κατ’ αρχήν, στον χάρτη τους Αρκιούς.
Σύμφωνα με το χαρτί που είχε στα χέρια της, σε δύο ημέρες παρουσιαζόταν εκεί ως η νέα δασκάλα του μονοθέσιου σχολείου. Ενός σχολείου δύο μαθητών Δημοτικού, ενός νησιού καμιάς τριανταριάς κατοίκων, της Ελλάδας μιας άλλης εποχής.
«Έτσι γίνεται με τους αναπληρωτές, ενημερωνόμαστε δύο μέρες πριν για το πού διοριζόμαστε», λέει η Σύλια Δημητρακοπούλου στην «Κ». «Το ανέκδοτο της ζωής είναι ότι την προηγούμενη χρονιά εγώ υπηρετούσα στην Εκάλη! Τους Αρκιούς δεν τους ήξερα καν. Αυτό με προστάτευε με έναν τρόπο, αν και το βλέμμα των συναδέλφων μου στην Πρωτοβάθμια όταν άκουσαν πού θα πάω έλεγε πολλά». Το πρώτο σοκ ήρθε με το που άνοιξε η μπουκαπόρτα του πλοίου. «Είδα μπροστά μου είκοσι ανθρώπους που έλεγαν “καλώς ήρθες δασκάλα!”.
Από τότε το όνομά μου το έχω ξεχάσει. Εδώ είμαι “η δασκάλα”, στον δρόμο θα μου πουν “καλημέρα δασκάλα”. Ηταν σαν να βρέθηκα ξαφνικά στη δεκαετία του ’50. Το αισθάνομαι από τότε πολύ έντονα αυτό. Στα αστικά κέντρα δεν καταλαβαίνουμε πώς ζουν σε μια τέτοια περιοχή οι άνθρωποι που για τα πάντα εξαρτώνται από τα δρομολόγια των πλοίων».
Στους Αρκιούς ζουν σύμφωνα με την τελευταία απογραφή 44 κάτοικοι, αλλά η Σύλια στοιχηματίζει ότι δεν ξεπερνούν τους 36. «Πολλοί ηλικιωμένοι δεν βγαίνουν από τα σπίτια τους, δεν τους έχω δει ποτέ. Δεν υπάρχουν νέοι άνθρωποι, εκτός από τους μαθητές μου. Άλλοι δεν κατεβαίνουν ποτέ από το βουνό, το θεωρούν μεγάλη απόσταση. Οι περισσότεροι δεν πάνε καν ως την Πάτμο, λες και είναι υπερατλαντικό ταξίδι». Στο νησί δεν υπάρχει τίποτα, ούτε περίπτερο, ούτε μπακάλικο, ούτε φούρνος ή καφενείο. Δεν υπάρχει αστυνόμος, δεν υπάρχει παπάς, ούτε φυσικά γιατρός. «Για το παραμικρό παίρνουμε τηλέφωνο στην Πάτμο. “Κυρ Γεράσιμε, στείλε ένα πακέτο μακαρόνια”». Εννοείται ότι η περιοχή δεν καλύπτεται από σταθερή γραμμή Ιντερνετ. Η επαφή με τον έξω κόσμο εξασφαλίζεται με στικάκι.
Όμως στους Αρκιούς βρίσκεται ο Χρήστος και ο Παναγιώτης, αδερφάκια και μοναδικοί μαθητές του σχολείου. «Τυπικά μαθητής του σχολείου είναι μόνο ένας, ο Χρήστος. Ο Παναγιώτης τελείωσε πέρυσι το Δημοτικό, αλλά επειδή δεν υπάρχει Γυμνάσιο και δεν μπορεί να πηγαινοέρχεται στην Πάτμο (σ.σ. οι Αρκιοί ανήκουν διοικητικά στον Δήμο Πάτμου), του κάνω εγώ κάποια μαθήματα, με στόχο να τον στείλουμε εκεί του χρόνου». Είναι τα μοναδικά παιδιά του νησιού και οι γονείς τους οι νεαρότεροι κάτοικοι, άνω των 50, κτηνοτρόφοι που ζουν απομονωμένοι στο βουνό. Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί τους δεν συνέχισαν το σχολείο, μετά το Δημοτικό ασχολήθηκαν κατευθείαν με τα ζώα (κορίτσια δεν υπάρχουν στους Αρκιούς). «Είναι πολύ συγκινητικό να σκέφτεσαι ότι τα περιμένει η ίδια τύχη, να μάθουν δύο κολλυβογράμματα και να σταματήσουν. Το πιο πικρό είναι ότι είναι δύο πολύ εύστροφα παιδιά. Εδώ συνειδητοποίησα ότι η δημόσια εκπαίδευση τελικά δεν αφορά όλους». Μαζί έχουν κάνει απίθανα πράγματα, από παρέλαση οι τρεις τους την 28η μέχρι χορευτικό στη γιορτή της Αποκριάς.
Στις 24 εβδομάδες που η Σύλια Δημητρακοπούλου μετράει στο νησί, έχουν υπάρξει στιγμές που σκέφτηκε ότι δεν μπορεί, θα ’θελε να τα παρατήσει. «Ομως μου περνάει. Εδώ έχω βρει άπλετη αγάπη, μια δεύτερη οικογένεια. Οι άνθρωποι μου προσφέρουν τα πάντα, χόρτα, αυγά, κοκόρια, κρέατα. Με έχουν υποδεχθεί με τρόπο που δεν περίμενα ποτέ να ζήσω. Εδώ επίσης είδα ότι λύσεις υπάρχουν για όλα. Καμιά φορά νιώθεις ότι πνίγεσαι, αλλά υπάρχει μεγάλη αλληλοβοήθεια. Πάει ένας στην Πάτμο και κάνει δουλειές για όλους μας. Είναι επίσης ένα πανέμορφο νησί. Υπάρχει απομόνωση –το μόνο που κάνω είναι συνεχώς να διαβάζω, ενώ έχω εξαντλήσει όλο το σουηδικό σινεμά–, αλλά μπορώ να σου πω ότι θα έμενα κι άλλη χρονιά εδώ. Πιο πολύ απ’ όλα για να δω την πορεία αυτών των παιδιών».