Ο θάνατος είναι πάντα μια έκπληξη. Κανείς δεν τον περιμένει. Ακόμα και οι ασθενείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο, πάντα πιστεύουν ότι ...
Ο θάνατος είναι πάντα μια έκπληξη. Κανείς δεν τον περιμένει. Ακόμα και οι ασθενείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο, πάντα πιστεύουν ότι έχουν περισσότερο χρόνο. Ποτέ δεν πιστεύουν, ότι σήμερα μπορεί να είναι η μέρα που θα πεθάνουν.
Δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι. Ποτέ δεν υπάρχει η κατάλληλη στιγμή. Όταν θα έρθει η ώρα δεν θα έχουμε κάνει όλα όσα θέλαμε να κάνουμε. Το τέλος πάντα έρχεται απρόσκλητο και είναι μια σπαρακτική στιγμή για τις χήρες και μια βαρετή στιγμή για τα παιδιά, που ευτυχώς δεν καταλαβαίνουν ακριβώς τι συμβαίνει.
Το ίδιο ακριβώς έγινε και με τον πατέρα μου. Βασικά, ο θάνατός του ήταν κάτι παραπάνω από ξαφνικός. Πέθανε στα 27 του. Στην ίδια ηλικία που έχουν πεθάνει και αρκετοί διάσημοι καλλιτέχνες. Ήταν νέος. Πολύ νέος. Ο πατέρας μου δεν ήταν ούτε καλλιτέχνης, ούτε διάσημος. Ο καρκίνος δεν κάνει διακρίσεις. Πέθανε, όταν ήμουν πολύ μικρός και έτσι έμαθα τι είναι οι κηδείες. Ήμουν 8μιση χρονών, όταν πέθανε. Αρκετά μεγάλος, για να μου λείπει για το υπόλοιπο της ζωής μου. Αν είχε πεθάνει νωρίτερα δεν θα είχα αναμνήσεις και δεν θα πονούσα. Αλλά δεν είχα μπαμπά στην ζωή μου.
Ο μπαμπάς μου ήταν ταυτόχρονα σοβαρός και διασκεδαστικός. Πριν με τιμωρήσει, έλεγε πάντα ένα ανέκδοτο. Με αυτόν τον τρόπο δεν ένιωθα τόσο άσχημα. Μου έδινε ένα φιλί στο μέτωπο πριν πέσω για ύπνο και εγώ με την σειρά μου κάνω το ίδιο στα δικά μου παιδιά. Με ανάγκασε να υποστηρίζω και εγώ την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα με αυτόν και μου εξηγούσε τις απορίες μου καλύτερα από την μητέρα μου. Πως είναι δυνατόν να μην μου λείπει;
Ποτέ δεν μου είπε, ότι πρόκειται να πεθάνει. Ακόμη και όταν βρισκόταν διασωληνωμένος στο νοσοκομείο δεν είπε το παραμικρό. Αντίθετα, έκανε σχέδια για τον επόμενο χρόνο, παρόλο που γνώριζε, ότι μπορεί να μην ζει τον επόμενο μήνα. Τον επόμενο χρόνο θα πηγαίναμε για ψάρεμα, θα κάναμε ταξίδια και θα επισκεπτόμασταν μέρη που δεν είχαμε ξαναπάει. Ο επόμενος χρόνος θα ήταν καταπληκτικός. Ζούσαμε και οι δυο το ίδιο όνειρο.
Είμαι σίγουρος, ότι πίστευε πως αυτό θα του φέρει τύχη, καθώς ήταν αρκετά προληπτικός. Το να κάνει σχέδια για το μέλλον ήταν που κρατούσε την ελπίδα του ζωντανή. Με έκανε να γελάω μέχρι το τέλος. Το ήξερε και δεν μου το είπε. Δεν ήθελε να με δει να κλαίω.
Και ξαφνικά, ο επόμενος χρόνος τελείωσε πριν καλά καλά αρχίσει.
Με πήρε η μαμά μου από το σχολείο και πήγαμε στο νοσοκομείο. Ο γιατρός μας ανακοίνωσε τα νέα και η μητέρα μου άρχισε να κλαίει, καθώς είχε μέσα της μια τελευταία ελπίδα. Όπως είπα και πριν, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Ένιωσα το πλήγμα. Δηλαδή, δεν ήταν μια συνηθισμένη ασθένεια που θα μπορούσε να θεραπευτεί; Εκείνη την στιγμή μίσησα τον πατέρα μου, ένιωσα, ότι με είχε προδώσει. Ούρλιαζα από θυμό μέσα στο νοσοκομείο, ώσπου συνειδητοποίησα, ότι δεν ήταν ο μπαμπάς μου τριγύρω για να με βάλει τιμωρία, και άρχισα να κλαίω.
Μετά ο μπαμπάς έκανε κάτι που μου απέδειξε για άλλη μια φορά πόσο καλός μπαμπάς ήταν. Μια νοσοκόμα, κρατώντας ένα κουτί στα χέρια της, ήρθε προς το μέρος για να με παρηγορήσει. Το κουτί ήταν γεμάτο σφραγισμένους φακέλους, με όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής ενός ανθρώπου. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Είχα μπερδευτεί. Μετά η νοσοκόμα μου έδωσε ένα γράμμα, το μοναδικό που δεν ήταν μέσα στο κουτί.
“Ο μπαμπάς σου μου ζήτησε να σου δώσω αυτό το γράμμα. Πέρασε όλη την βδομάδα για να τα γράψει και ήθελε να τα διαβάσεις. Να είσαι δυνατός”, μου είπε η νοσοκόμα.
Ο φάκελος έγραφε: “Όταν δεν θα είμαι πια εδώ”. Τον άνοιξα.
Γιε μου, Αν διαβάζεις αυτό το γράμμα σημαίνει ότι έχω πεθάνει. Συγγνώμη. Ήξερα, ότι πρόκειται να πεθάνω.
Δεν ήθελα να σου πω τι συμβαίνει. Δεν ήθελα να σε δω να κλαις. Νομίζω, ότι τα κατάφερα. Ένας άντρας που πρόκειται να πεθάνει έχει το δικαίωμα να φερθεί λίγο εγωιστικά.
Όπως βλέπεις, λοιπόν, έχω ακόμα πολλά να σου μάθω. Στο κάτω κάτω είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζεις ακόμα. Γι’ αυτό, λοιπόν, σου έγραψα αυτά τα γράμματα, αλλά δεν πρέπει να τα ανοίξεις πριν να είναι η κατάλληλη στιγμή. Αυτή θα είναι η συμφωνία μας. Εντάξει;
Με αγάπη, ο μπαμπάς
P.s. Δεν έγραψα γράμματα για την μαμά. Αυτή έχει το αυτοκίνητό μου.
Ο άσχημος γραφικός του χαρακτήρας με έκανε να σταματήσω να κλαίω. Το να εκτυπώσεις κάτι εκείνη την εποχή δεν ήταν και τόσο εύκολο. Ο ακαταλαβίστικος γραφικός του χαρακτήρας με ηρέμησε. Με έκανε να χαμογελάσω. Έτσι κάνουν οι μπαμπάδες. Ακριβώς, όπως το ανέκδοτο πριν την τιμωρία.
Το κουτί αυτό έγινε το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου για μένα. Είπα στην μητέρα μου να μην το ανοίξει. Τα γράμματα αυτά ανήκαν σε εμένα και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να τα διαβάσει. Ήξερα όλες τις σημαντικές ημερομηνίες απ’ έξω. Αυτές οι στιγμές, όμως, καθυστερούσαν και έτσι κάποια στιγμή ξέχασα τα γράμματα.
Εφτά χρόνια αργότερα μετακομίσαμε σε ένα άλλο σπίτι και δεν είχα ιδέα που βρισκόταν το κουτί. Δεν μπορούσα να θυμηθώ με τίποτα. Λένε, ότι δεν μπορούμε να θυμηθούμε κάτι είναι επειδή δεν μας ενδιαφέρει. Αν κάτι χαθεί στην μνήμη μας, δεν σημαίνει ότι το χάσαμε, αλλά ότι δεν υπάρχει πια. Είναι σαν τα κέρματα, που εξαφανίζονται στις τσέπες του παντελονιού.
Αυτό ακριβώς, λοιπόν, συνέβη. Τα εφηβικά μου χρόνια και ο καινούργιος φίλος της μαμάς μου, επιβεβαίωσαν αυτό που ο πατέρας μου ήξερε από καιρό. Η μητέρα είχε κάμποσους συντρόφους, αλλά ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θέλω να πιστεύω, ότι ο μπαμπάς μου ήταν ο έρωτας της ζωής της. Ωστόσο, ο τωρινός της φίλος, ήταν τελείως ανάξιος της. Πίστευα, ότι υποτιμούσε τον εαυτό της, όσο ήταν μαζί του, καθώς δεν την σεβόταν καθόλου. Της άξιζε κάτι καλύτερο από έναν τύπο που συναντούσε σε ένα μπαρ.
Ακόμα θυμάμαι το χαστούκι που μου έδωσε, όταν είπα για πρώτη φορά την λέξη “μπαρ”. Παραδέχομαι, ότι μου άξιζε, αλλά το κατάλαβα μετά από χρόνια. Όταν έφαγα αυτό το χαστούκι, θυμήθηκα το κουτί και τα γράμματα του μπαμπά μου και ειδικά ένα συγκεκριμένο με τίτλο “Όταν θα έχεις τον πιο άσχημο καυγά με την μαμά σου”.
Έκανα το δωμάτιό μου άνω κάτω για να το βρω και τελικά κέρδισα άλλο ένα χαστούκι. Βρήκα το κουτί μέσα σε μια βαλίτσα στην κορυφή της ντουλάπας. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα, ότι είχα ξεχάσει να διαβάσω το γράμμα, “Όταν δώσεις το πρώτο σου φιλί”. Μίσησα τον εαυτό μου γι’ αυτό και αποφάσισα, ότι θα ήταν το αμέσως επόμενο, που θα άνοιγα. Αμέσως μετά ήταν το γράμμα “Όταν κάνεις για πρώτη φορά έρωτα”, που ήλπιζα να ανοίξω σύντομα. Επιτέλους, βρήκα αυτό που έψαχνα.
Τώρα ζήτησε της συγγνώμη.
Δεν ξέρω ποιος φταίει και ποιος έχει δίκιο, αλλά ξέρω την μητέρα σου. Έτσι, μια ταπεινή συγγνώμη είναι ο καλύτερος τρόπος, για να το ξεπεράσετε. Και όταν λέω ταπεινή συγγνώμη, εννοώ να πέσεις στα πόδια της.
Είναι η μητέρα σου και σε αγαπάει περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Ξέρεις τι τράβηξε, όταν αποφάσισε να γεννήσει φυσιολογικά, επειδή κάποιος της είπε, ότι αυτό θα ήταν καλύτερο για σένα; Έχεις δει ποτέ πως είναι οι γέννες; Χρειάζεσαι κάποια μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης από αυτό;
Ζήτα συγγνώμη. Θα σε συγχωρήσει.
Με αγάπη, ο μπαμπάς σου.
Ο μπαμπάς μου δεν ήταν κανένας σπουδαίος συγγραφέας, αλλά τα λόγια άσκησαν μεγάλη επιρροή πάνω μου. Τα λόγια αυτά έκρυβαν μεγαλύτερη σοφία από όλα όσα είχα ζήσει εγώ ως τότε στα 15 μου.
Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο της μαμάς μου και άνοιξα την πόρτα. Έκλαιγα ήδη, όταν γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε στα μάτια. Έκλαιγε και αυτή. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι μου είπε. Μάλλον με ρώτησε τι θέλω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι την πλησίασα, κρατώντας το γράμμα του πατέρα μου και την αγκάλιασα. Με αγκάλιασε και αυτή. Παραμείναμε και οι δυο σιωπηλοί.
Λίγο αργότερα το γράμμα του πατέρα μου την έκανε να γελάσει. Συμφιλιωθήκαμε και μιλήσαμε λίγο για αυτόν. Μου είπε για τις πιο περίεργες συνήθειές του, όπως το να τρώει σαλάμι με φράουλες. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα, ότι ήταν και αυτός εκεί δίπλα μας. Εγώ, η μαμά μου, και ένα κομμάτι του μπαμπά μου, ένα κομμάτι χαρτί, που άφησε για εμάς. Ένιωθα λίγο καλύτερα.
Λίγο καιρό μετά διάβασα το γράμμα “Όταν κάνεις για πρώτη φορά έρωτα”.
Συγχαρητήρια γιε μου,
Μην ανησυχείς, όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται όλο και καλύτερο. Η πρώτη φορά είναι πάντα κακή. Η δική μου πρώτη φορά ήταν με μια άσχημη γυναίκα…που την είχα πληρώσει γι’ αυτό.
Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι, ότι θα ρωτήσεις την μαμά σου για όλη αυτή την διαδικασία, αφού διαβάσεις αυτό το γράμμα.
Με αγάπη, ο μπαμπάς σου.
Ο πατέρας μου με ακολουθούσε καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής μου. Ήταν πάντα μαζί μου, παρόλο που δεν ήταν κοντά μου. Τα λόγια του μου έδωσαν την δύναμη να ξεπεράσω πολλά από τα εμπόδια που εμφανίστηκαν κατά καιρούς στην ζωή μου. Πάντα έβρισκε ένα τρόπο να μου φτιάξει την διάθεση ή να με κάνει να δω τα πράγματα ξεκάθαρα σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές.
Τα γράμματα “Όταν παντρευτείς” και “Όταν γίνεις πρώτη φορά πατέρας”, με συγκίνησαν όσο τίποτα άλλο.
Τώρα θα καταλάβεις τι σημαίνει πραγματική αγάπη, παιδί μου. Θα καταλάβεις πόσο αγαπάς την γυναίκα σου, αλλά η πραγματική και αγνή αγάπη που θα νιώσεις για αυτό το μικρό πλασματάκι είναι απερίγραπτη. Δεν ξέρω αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι. Δεν είμαι μάντης.
Διασκέδασε το. Ο χρόνος κυλάει πολύ γρήγορα, οπότε φρόντισε να μην λείπεις πολύ. Άλλαξε πάνες, κάνε μπάνιο το μωρό και γίνε πρότυπο για αυτό. Έχεις ότι χρειάζεται, για να γίνεις καταπληκτικός πατέρας.
Το πιο οδυνηρό γράμμα που διάβασα στην ζωή μου ήταν το “Όταν πεθάνει η μαμά σου”. Ξέρω, ότι υπέφερε και αυτός, όταν το έγραφε.
“Είναι δική μου τώρα.”
Ανέκδοτο. Όπως ο κλόουν κρύβει την στεναχώρια του με το μακιγιάζ. Ήταν το μόνο γράμμα που δεν με έκανε να χαμογελάσω.
Τηρούσα πάντα την συμφωνία που είχαμε κάνει με τον πατέρα μου. Δεν άνοιξα ποτέ κανένα γράμμα, πριν την κατάλληλη στιγμή.
Τώρα που βρίσκομαι και εγώ στο νοσοκομείο διασωληνωμένος εξαιτίας του καρκίνου, ανοίγω το τελευταίο γράμμα που μου έγραψε, “Όταν έρθει και εσένα η ώρα σου”.
Δεν θέλω να το ανοίξω. Φοβάμαι. Αρνούμαι να πιστέψω, ότι ήρθε το τέλος. Η ελπίδα που λέγαμε πριν. Κανείς δεν πιστεύει, ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα τον φάκελο.
Γεια σου γιε μου, Ελπίζω να είσαι γέρος πια. Ξέρεις αυτό είναι το πιο εύκολο από όλα τα γράμματα που σου έγραψα. Επίσης, ήταν το και το πρώτο που έγραψα. Ήταν το γράμμα, που θα με απελευθέρωνε από τον φόβο μου να σε χάσω. Νομίζω, ότι όλα ξεκαθαρίζουν, όταν πλησιάζεις τόσο κοντά στο τέλος. Είναι πιο εύκολο να μιλάς γι’αυτό.
Τις τελευταίες μέρες μου στο νοσοκομείο σκεφτόμουν την ζωή που έζησα. Είχα μια πολύ σύντομη, αλλά ευτυχισμένη ζωή. Ήμουν ο πατέρας σου και ο σύζυγος της μητέρας σου. Τι περισσότερο θα μπορούσα να ζητήσω; Αυτό με έκανε να ηρεμήσω. Κάνε και εσύ το ίδιο.
Η συμβουλή μου για σένα: Δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα.
ΥΓ. Μου λείπεις.