Η χώρα καταγωγής, το φύλο και το επίπεδο μόρφωσης, παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση της κατάθλιψης στην Ελλάδα. Αυτό διαπιστώνει έ...
Η χώρα καταγωγής, το φύλο και το επίπεδο μόρφωσης, παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση της κατάθλιψης στην Ελλάδα. Αυτό διαπιστώνει έρευνα με θέμα «Οι ανισότητες στον τομέα της υγείας στο μεταναστευτικό πληθυσμό», που παρουσιάστηκε σε διήμερο συνέδριο στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, οι Ελληνίδες έχουν υψηλά ποσοστά εμφάνισης κατάθλιψης (40%) σε σχέση με τις μετανάστριες (30% οι γυναίκες από την Αλβανία και 25% οι γυναίκες από άλλες χώρες), ενώ οι Ελληνίδες με χαμηλή εκπαίδευση έχουν λίγο περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από κατάθλιψη (45%) από ό,τι οι Ελληνίδες με ανώτερη μόρφωση (40%). Το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται ότι επηρεάζει και τις γυναίκες από τρίτες χώρες, καθώς όσες έχουν χαμηλό επίπεδο μόρφωσης εμφάνισαν μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης από τις Ελληνίδες.
Τόσο στις Ελληνίδες όσο και στις μετανάστριες, η κατάθλιψη αυξάνεται σημαντικά στις συνταξιούχους και όσες έχουν αναπηρία, αν και ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στις Ελληνίδες που δουλεύουν ή σπουδάζουν, τα ποσοστά κατάθλιψης πλησιάζουν τα ποσοστά των ανέργων Ελληνίδων (κοντά στο 40% και στις δύο περιπτώσεις).
Οι άνδρες έχουν περίπου τις ίδιες πιθανότητες να εκδηλώσουν συμπτώματα κατάθλιψης ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους (το ποσοστό των ερωτώμενων είναι λίγο κάτω από το 30% σε όλες τις περιπτώσεις). Στην περίπτωση των ανδρών, το επίπεδο μόρφωσης είναι σημαντικότερος παράγοντας από ό,τι η εθνικότητα. Για παράδειγμα, οι Έλληνες με χαμηλότερη μόρφωση έχουν σχεδόν 40% ποσοστό να αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε όσους έχουν υψηλή μόρφωση είναι 25%.
Στην έρευνα εντοπίστηκε σύνδεση της κατάθλιψης με την οικονομική κρίση. Βέβαια, διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες μετανάστες είναι ελαφρώς λιγότερο πιθανό να αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης σε σχέση με τους Έλληνες, ανεξάρτητα από το επίπεδο οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζουν. Αντίθετα, οι Ελληνίδες είναι περισσότερο επηρεασμένες από την οικονομική κρίση.
Όσον αφορά στη σωματική υγεία, παρατηρήθηκε ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει σημαντική επίδραση στην υγεία των ερωτηθέντων (όπως τουλάχιστον αυτή περιγράφηκε από τους ίδιους). Τα περισσότερα προβλήματα υγείας ανέφεραν οι γυναίκες από τρίτες χώρες με χαμηλή μόρφωση, αν και διαπιστώθηκε ότι τυχόν δυσκολίες πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη αναφέρονται σχεδόν σπάνια από τους μετανάστες.
Οι άνδρες των τρίτων χωρών δείχνουν να επηρεάζονται περισσότερο από την κοινωνικοοικονομική θέση τους, αλλά τείνουν να δηλώνουν ότι είναι καλύτερα στην υγεία τους από ό,τι οι Έλληνες. Εξάλλου, οι μετανάστες τείνουν να αναφέρουν καλύτερα ποσοστά στη σωματική δραστηριότητα και την αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ - ωστόσο έχουν χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά την έκθεσή τους σε κινδύνους στην εργασία τους.
Η έρευνα διενεργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος MIGHEAL, το οποίο χρηματοδοτείται από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και υλοποιείται από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νορβηγίας (NTNU). Διαχειριστής του προγράμματος είναι η γενική γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Παιδείας.
Η έρευνα του προγράμματος MIGHEAL διενεργήθηκε με τη διαδικασία των συνεντεύξεων από τις 19 Μαΐου ως τις 28 Ιουλίου 2016, σε δείγμα 1.332 ατόμων ηλικίας 15 ετών και άνω, που ζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Από αυτούς, οι 505 ήταν μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία (οι περισσότεροι από Αλβανία, Γεωργία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές) και οι 827 Έλληνες. Ο μέσος όρος παραμονής των μεταναστών στην Ελλάδα ήταν 16 χρόνια για τους Αλβανούς και 14 χρόνια για όσους προέρχονταν από άλλες χώρες.
Όπως σχολίασε ο πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Νίκος Δεμερτζής μιλώντας για το πρόγραμμα, «σε εκατομμύρια ανθρώπους που μετακινούνται παγκοσμίως θα υπάρξει τραύμα, και δεν ξέρουμε κατά πόσο το ατομικό τραύμα στο μέλλον θα μετατραπεί σε διαγενεακό τραύμα ή σε κάποιες δεκαετίες σε πολιτισμικό τραύμα».
Το σκεπτικό πίσω από την υλοποίηση του προγράμματος - εξήγησε η διευθύντρια ερευνών του ΕΚΚΕ και επιστημονική υπεύθυνη του MIGHEAL, Θεώνη Σταθοπούλου - ήταν ότι «οι αυξανόμενες ανισότητες πίσω από την οικονομική κρίση και το γεγονός ότι έχουμε ένα κοινωνικό σύστημα που υφίσταται πιέσεις, έχει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένες ομάδες πολιτών να κινδυνεύουν με κοινωνικό αποκλεισμό».
«Το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης βρήκε το ελληνικό κράτος τόσο ανέτοιμο, όσο αμήχανη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βρήκε όμως και το ελληνικό κράτος σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, καθώς η ελληνική δημόσια διοίκηση βρισκόταν σε φάση ποσοτικής και ποιοτικής υποχώρησης. Το κράτος αυτό κλήθηκε και καλείται να διαχειριστεί μια κατάσταση που δεν είχε ξανασυναντήσει και δεν είχε τους πόρους να αντιμετωπίσει», παρατήρησε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, Τάσος Σαλτερής, χαιρετίζοντας το συνέδριο.
Προβλήματα ψυχικής υγείας σε ανθρωπιστικές κρίσεις
Στις διαταραχές της ψυχικής υγείας ως αποτέλεσμα ανθρωπιστικών κρίσεων αναφέρθηκε ο καθηγητής Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ και διευθυντής του προγράμματος «Harvard Program in Refugee Trauma», Ρίτσαρντ Μόλικα. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε, στις ΗΠΑ έπειτα από ανθρωπιστικές κρίσεις, έχει διαπιστωθεί ότι το 6,7% του πληθυσμού βιώνει κατάθλιψη, το 3,7% διαταραχή μετατραυματικού στρες κατά τους πρώτους έξι μήνες και το 7,8% μετατραυματικό στρες εφ' όρου ζωής.
Έξι μήνες μετά την εκδήλωση των φαινομένων, εμφανίζονται τα περισσότερα προβλήματα ψυχικής υγείας με το 25% των ενηλίκων και το 30% των παιδιών να εμφανίζουν ήπια ή μέτρια προβλήματα ψυχικής υγείας, ενώ το 5% των ενηλίκων και το 10% των παιδιών σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Την ίδια ώρα, «δείχνουμε αδιαφορία σε επίπεδο πολιτικής και έχουμε μεγαλύτερη ανησυχία για τις μεταδοτικές ασθένειες, παρά για τα προβλήματα ψυχικής υγείας», παρατήρησε ο κ. Μόλικα.
Ο ίδιος αναφέρθηκε στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου μοντέλου αντιμετώπισης των προβλημάτων ψυχικής υγείας των προσφύγων, που να χρησιμοποιηθεί στη δημόσια πολιτική - και παρουσίασε την πρόταση του «Harvard Program in Refugee Trauma» για το μοντέλο «Η5»: Το μοντέλο αυτό, βάζει τις ιστορίες του τραύματος των ανθρώπων στο επίκεντρο της πολιτικής, όπου οι γιατροί ακούνε τους ασθενείς και οι ασθενείς ακούνε τους γιατρούς, με αποτέλεσμα τη συνοικοδόμηση της σχέσης ανάμεσα στον ακροατή και τον αφηγητή.
Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή, παίζει η συζήτηση για τις εμπειρίες παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν υποστεί οι πρόσφυγες, η κατανόηση του συναισθήματος της ταπείνωσης που έχουν βιώσει, η ανάδειξη της δυνατότητας αυτοβοήθειας και αυτοεπούλωσης των τραυμάτων τους, η προαγωγή της σωματικής και ψυχικής τους υγείας και η διερεύνηση του περιβάλλοντος και των συνθηκών διαβίωσής τους.
Πηγή
Πηγή