Page Nav

{fbt_classic_header}

Τελευταια νεα:

latest

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες…

... και άλλες 16 εκφράσεις που χρησιμοποιείς χωρίς να ξέρεις ότι σχετίζονται άμεσα με την Αθήνα «Aς πάει το παλιάμπελο» Αυτή είν...

Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες…
... και άλλες 16 εκφράσεις που χρησιμοποιείς χωρίς να ξέρεις ότι σχετίζονται άμεσα με την Αθήνα

«Aς πάει το παλιάμπελο»

Αυτή είναι η παροιμιώδης φράση που ακούστηκε από ένα θεατή, κατά τη διάρκεια της παράστασης Λουτσία ντε Λαμερμούρ στο
θέατρο Μπούκουρα το 1840, όπου πρωταγωνιστούσε η περίφημη Ιταλίδα αοιδός Ρίτα Μπάσο. Ο ηλικιωμένος κτηματίας, ο Αντρέας Λόντος, καταγοητευμένος, όπως και πολλοί Αθηναίοι, από τα θέλγητρα της καλλιτέχνιδας θυσίασε το τελευταίο του αμπέλι αγοράζοντας το εισιτήριο για την παράσταση, την οποία φημολογείται ότι είχε ήδη δει αρκετές φορές.

«Το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής»

Η φράση «Το ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής» αναφέρεται στο ζευγάρι Θάνο και Παγώνα Παγιαυλή, που ζούσε στην παλιά περιοχή της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο Θησείο, περιοχή που σήμερα δεν υπάρχει. Το ζευγαράκι αυτό ήταν πάρα πολύ αγαπημένο και αποτελούσε πρότυπο προς μίμηση για τους άλλους παντρεμένους. Όταν όμως ένα βράδυ κάποιοι φίλοι πέρασαν έξω από το σπίτι τους άκουσαν γυναικείες φωνές και κλάματα. Κατάλαβαν ότι ο άνδρας έδερνε τη γυναίκα του. Την επόμενη μέρα όμως το ζευγάρι εμφανίστηκε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αγκαλιά και αγαπημένο.

Τελικά έγινε το κοινό μυστικό της γειτονιάς. Κάθε βράδυ η Παγώνα τις έτρωγε από τον Θάνο και το πρωί το ζευγάρι κυκλοφορούσε μέσα στις γλύκες για να ξεγελάσει τον κόσμο. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για ζευγάρι που υποκρίνονται ότι έχουν μία ευτυχισμένη και αρμονική σχέση.

«Σπάζω Πλάκα»

Για αυτή την έκφραση υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία αναφέρεται σε ένα περιστατικό παρεμπόδισης λαθραίας εξαγωγής αρχαιοτήτων στα πρώτα μετεπαναστικά χρόνια. Εκείνο τον καιρό Μαλτέζοι, οι οποίοι κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Πύλης του Αδριανού, είχαν αναπτύξει ένα δίκτυο αρχαιοκαπηλίας. Για να καλύψουν τις παράνομες δραστηριότητές τους εμπορεύονταν μαλτεζόπλακες, οι οποίες χρησίμευαν για τα κράσπεδα των δρόμων και τις μονώσεις των ταρατσών. Με τις ίδιες όμως αυτές πλάκες κάλυπταν τα αρχαία που προσπαθούσαν να βγάλουν λαθραία έξω από τη χώρα.

Ένα βράδυ, μία ομάδα φοιτητών πήραν είδηση κάποιον ονόματι Ντομένικο Τσερούνια, ο οποίος είχε μεταφέρει στο καράβι του αρχαιότητες μεγάλης αξίας. Ανέβηκαν στο πλοίο και έσπασαν όλες τις μαλτεζόπλακες, αποκαλύπτοντας τα κλοπιμαία. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, κατέστρεψαν τις μαλτεζόπλακες και των υπολοίπων Μαλτέζων της περιοχής της Πύλης, εξαναγκάζοντας έτσι πολλούς απ’ αυτούς να εγκαταλείψουν την Αθήνα.

Η άλλη εκδοχή έχει να κάνει με τον τρόπο διασκέδασης στα χρόνια της ανακάλυψης του φωνογράφου, ο οποίος λειτουργούσε με δίσκους από βακελίτη, τις λεγόμενες πλάκες. Οι πλάκες αυτές δεν είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής και φθείροντο πολύ γρήγορα με αποτέλεσμα να χαλάει πολύ και η απόδοση του ήχου οπότε και αχρηστεύονταν. Όταν λοιπόν οι πελάτες των κέντρων διασκέδασης, που είχαν τότε φωνογράφο, έφταναν στο κέφι, αντί για πιάτα έσπαζαν αυτές τις παλιές και κατεστραμμένες πλάκες. Και έτσι το «σπάω πλάκα» έγινε συνώνυμο του διασκεδάζω.

«Χαιρέτα μου τον Πλάτανο»

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κοντά στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου (Αέρηδες) υπήρχε το ιεροδιδασκαλείο των μουσουλμάνων το οποίο είχε ιδρυθεί το 1721 από τον Μεχμέτ Φαχρή. Όταν οι Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα, το κτίριο επισκευάστηκε σε σχέδια του Χρ. Χάνσεν και λειτούργησε ως φυλακή. Εκεί είχαν φυλακιστεί πολλοί ποινικοί αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στην αυλή των φυλακών υπήρχε ένας πλάτανος πάνω στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Όσοι ήταν τυχεροί και αποφυλακίζονταν, φεύγοντας έλεγαν «χαιρέτα μου τον πλάτανο». Το κτίριο των φυλακών κατεδαφίστηκε το 1914 και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάρα μόνο η ξύλινη πύλη με την επιγραφή της.

«Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες»

Μία φράση σχετική με τους κουτσαβάκηδες, μάγκες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι ασκούσαν εκβιασμούς, βία και τρομοκρατία. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το λιγδωμένο μαλλί, το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα, το μαύρο σακάκι το οποίο φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι ώστε να μπορούν να το βγάλουν πολύ εύκολα σε περίπτωση καβγά και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα –μαχαίρια και πιστόλια– που κουβαλούσαν. 

Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δημήτρης Μπαϊρακτάρης κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει, τη δεκαετία του 1890, παίρνοντας μία σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση και τελική εξάλειψή τους. Μερικά από αυτά τα μέτρα που πήρε ήταν να κόψει το τσουλούφι των μαλλιών τους, τη μύτη των παπουτσιών τους, το κρεμασμένο μανίκι του σακακιού τους, καθώς επίσης και να τους εξαναγκάσει να καταστρέψουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Αυτοί, όμως, ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε, μάλιστα, τραγουδούσαν: «Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες…» και η παραμονή τους σ’ αυτή ήταν αδιάσειστο στοιχείο παλικαροσύνης.

«Αυτός δεν κάνει ούτε για ζήτω»

Με αυτή τη φράση συνδέεται ο αποκλεισμός κουτσαβάκηδων από τους προεκλογικούς αγώνες υποψηφίων πολιτικών, λόγω μη δυνατής φωνής, απαραίτητης για τα προεκλογικά συνθήματα των συγκεντρώσεων.

«Αυτός είναι τραμπούκος»

Η φράση αυτή συνδέεται πάλι με τους κουτσαβάκηδες και την κουβανέζικη μάρκα πούρων «trabucos» τα οποία υποψήφιοι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν σαν «φιλοδώρημα» προς τους κουτσαβάκηδες, εξασφαλίζοντας έτσι την υποστήριξη αυτών στους προεκλογικούς τους αγώνες.

«Σιγά τον πολυέλαιο»

Και για αυτή τη φράση υπάρχουν δύο εκδοχές, ως προς τη προέλευσή της. Η μία αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό που συνέβη στην οικία Δεκόζη-Βούρου, γνωστό ως «Παλαιό Παλάτι», μια και αυτό λειτούργησε σαν ανάκτορο από το 1837 έως το 1843 και πρώτη κατοικία του Όθωνα μετά το γάμο του με την Αμαλία. Εκεί, δόθηκε μία επίσημη χοροεσπερίδα, προς τιμή της νέας βασίλισσας με καλεσμένους ξένους αυλικούς, επιζώντες και απόγονους των αγωνιστών του ’21, μεταξύ αυτών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το πρωτοπαλίκαρό του, Δημήτρης Πλαπούτας. Ο Πλαπούτας, εξαιρετικός χορευτής, είχε τη συνήθεια, όταν χόρευε και όταν το απαιτούσε η φιγούρα, να πετάει τα τσαρούχια του στον αέρα. Μόλις λοιπόν άρχισε ο χορός μέσα στη φωτισμένη από κρυστάλλινους πολυελαίους αίθουσα και ο Πλαπούτας έτρεξε να σύρει τον «κλέφτικο» (τσάμικο), ακούστηκε από τον Κολοκοτρώνη, η παροιμιώδης φράση: «Το νου σου Μήτρο... σιγά τον πολυέλαιο».

Η άλλη έχει τις ρίζες της στην εκκλησιαστική παράδοση και αναφέρεται στη συνήθεια που υπήρχε και ίσως υπάρχει ακόμη και στις μέρες μας, στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, με το άναμμα των πολυελαίων στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία. Ο καντηλανάφτης, αφού άναβε τους πολυελαίους τούς κινούσε, χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι, τον έναν από την ανατολή προς τη δύση και τον άλλον από το βορρά προς το νότο έτσι ώστε να σχηματιστεί το σημείο του σταυρού. Αν όμως η κίνηση αυτή ήταν βιαστική κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα του πολυελαίου και γι’ αυτό τού έλεγαν «σιγά τον πολυέλαιο».

«Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;»

Όταν η Αθήνα ανέλαβε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, εκκρεμούσε η αναμόρφωση του Παναθηναϊκού Σταδίου. Η Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων προγραμμάτισε την αναμαρμάρωση του Σταδίου, μια και πολλά από τα μάρμαρά του είχαν αφαιρεθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και πριν.

Τότε τέθηκε η ερώτηση: «Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;» Ζητήθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ, έμπορο από την Αίγυπτο, να αναλάβει τα έξοδα και αυτός δέχθηκε. Η ανακατασκευή ανατέθηκε στον Α. Μεταξά ο οποίος ακολούθησε πιστά το σχέδιο του αρχαίου μνημείου του Ηρώδη. Χρησιμοποιήθηκε δε λευκό πεντελικό μάρμαρο στο οποίο το Στάδιο οφείλει και την ονομασία «Καλλιμάρμαρο».

«Ξύλο μετά μουσικής»

Στην παλιά Αθήνα της νεότερης Ελλάδας όταν γινόντουσαν καβγάδες στα καφωδεία - καφέ σαντάν - καφέ αμάν, έπεφτε πολύ ξύλο. Για να καλύπτεται η φασαρία, οι καταστηματάρχες διέταζαν τους μουσικούς να παίζουν δυνατά. 

Η προέλευση της φράσης αυτή πάει και πιο πίσω στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έδινε διαταγή να παίζει μουσική τη στιγμή που βασάνιζαν κάποιον ώστε να μην ακούγονται οι φωνές και οι κραυγές του... θύματος.

«Όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε»

Η παροιμιώδης αυτή φράση είναι η απάντηση που έδωσε ο Ιωάννης Κωλέττης όταν, σε μια από τις δεξιώσεις του αντιβασιλιά, την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για να σχολιάσει το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλος της... εύθυμης χήρας πλην τακτικής θαμώνος των κοσμικών συγκεντρώσεων Μαριορής - Ζαφειρίτσας Κοντολέοντος. Οι ελάχιστες κοσμικές δεξιώσεις εκείνη την εποχή δεν γίνονταν σε «κλειστούς κύκλους», καθότι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν υπήρχαν διακριτά διαμορφωμένες τάξεις – πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι ατυχείς στιλιστικές επιλογές όσο και τα καυστικά σχόλια έδιναν κι έπαιρναν.

Ολόκληρη η απάντηση του Κωλέτη φημολογείται ότι ήταν η ακόλουθη: «Έτσι δεν θα φαίνεται όταν θα... κοκκινίζει καμιά φορά αν... (και συμπλήρωσε): «Μωρέ όλα τάχει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει».

«Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»

Άλλη μία παροιμιώδης έκφραση με συμπρωταγωνιστή στον Ιωάννη Κωλέττη, στα χρόνια του Όθωνα. Η σκηνή διαδραματίζεται όχι στην αίθουσα μιας λαμπερής δεξίωσης, αλλά στους δρόμους της Αθήνας, όπου υπήρχε ένα γνωστός κουρελιάρης, μποέμ της εποχής, ο Μανώλης Μπατίνος, ο οποίος ρητορεύει, φιλοσοφεί, συνθέτει ποιήματα και τα απαγγέλει στους περαστικούς. Κάποια στιγμή, συναντά στο δρόμο τον Κωλέττη, τον ρωτά αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή, κι εκείνος του απαντά πως θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν άλλαζε τα βρώμικα και φθαρμένα ρούχα του. 

Την επόμενη μέρα, ο Μανωλιός παρουσιάστηκε στο ίδιο γνωστό σημείο με τα ίδια ρούχα, φορώντας τα όμως από την ανάποδη, και άρχισε να απαγγέλλει τους εξής στίχους: «Άλλαξε η Αθήνα όψη/ σαν μαχαίρι δίχως κόψη/ πήρε κάτι από την Ευρώπη/ και ξεφούσκωσε σαν τόπι/ Άλλαξαν χαζοί και κούφοι/ Και μας κάναν κλωτσοσκούφι/ Άλλαξε κι ο Μανωλιός/ Κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».

«Σήμερα είναι Τσαγκαροδευτέρα»

Τα σημερινά υποδηματοποιεία της Αθήνας δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτά του παλιού καιρού. Τότε ήταν πολύ λίγα και καλά. Τα παπούτσια, χειροποίητα, κρατούσαν χρόνια. Όταν όμως αυτά χαλούσαν οι Αθηναίοι μπορούσαν να τα επιδιορθώσουν είτε στα μικρά τσαγκαράδικα είστε στα υπαίθρια που υπήρχαν στις γωνιές των δρόμων.

Οι νοικοκυρές όμως είχαν και την ευκαιρία να τα δώσουν στον μπαλωματή ο οποίος γυρνούσε μ’ένα τσουβάλι τις γειτονιές και μάζευε τα παπούτσια που του έδιναν για μπάλωμα. Είχε παρατηρηθεί όμως ότι τις Δευτέρες, ούτε οι μπαλωματήδες έκαναν το συνηθισμένο γύρο της γειτονιάς, αλλά ούτε και οι τσαγκάρηδες, υπαίθριοι και μη, άνοιγαν τα μαγαζιά τους. Και έτσι φαίνεται ότι βγήκε η έκφραση «Τσαγκαροδευτέρα», χαρακτηρίζοντας ως τεμπέλικια τη πρώτη μέρα της βδομάδας.

«Τον έπιασα στα πράσα»

Η φράση αυτή, που σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να διαπράττει ένα αδίκημα, έχει τις ρίζες της στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Τότε, μαζί με την ανάπτυξη της πόλης, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται διάφορες συμμορίες κακοποιών οι οποίοι ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Μια απ’αυτές ήταν η συμμορία του Θόδωρου Καρρά, η οποία είχε γίνει το φόβητρο των κατοίκων της Αθήνας. Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους συλλάβει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Κάποια στιγμή, στόχος της συμμορίας έγινε το σπίτι του παπα-Μελέτη, στην περιοχή της Κολοκυνθούς. Φημολογείτο ότι ο παπάς, ένας ηλικιωμένος αλλά πολύ δυνατός και ατρόμητος άνθρωπος, έκρυβε εκεί τσουβάλια με φλουριά. 

Ένα βράδυ, ο παπάς πετάχτηκε στον ύπνο του από ένα θόρυβο που άκουσε και βγήκε έξω να δει τι συμβαίνει. Είδε μία σκιά που κινιόταν ακριβώς στο σημείο του κήπου που είχε φυτέψει πράσα. Χωρίς να διστάσει καθόλου επιτέθηκε στον ύποπτο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Καρρά, τον οποίον παρέδωσε στην Αστυνομία. Μετά δε την ομολογία του συνελήφθηκαν και τα υπόλοιπα μέρη της συμμορίας. Όταν οι αστυνομικοί ρώτησαν τον παπά πώς κατάφερε και έπιασε το ληστή, τους απάντησε «τον έπιασα στα πράσα».

«Πάω να καθαρίσω την Καλλιόπη»

Η φράση αυτή, που χρησιμοποιείται στο στρατό για τις αγγαρεία στις τουαλέτες, οφείλει τη προέλευσή της στο άγαλμα της μούσας Καλλιόπης που τοποθετήθηκε στα υπόγεια του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου στην Ομόνοια, δίπλα στα δημόσια ουρητήρια.

Η ιστορία έχει ως εξής. Όταν τελείωσαν τα έργα του πολυτελή σταθμού της Ομόνοιας παρουσιάστηκε η ανάγκη εξαερισμού του υπογείου. Για να καλυφθούν οι τρύπες των εξαερισμών, προτάθηκαν δεκατέσσερις στήλες - αεραγωγοί πάνω στις οποίες θα στήνονταν τα αγάλματα των 9 Μουσών, των Τριών Χαρίτων, της Δήμητρας και της Εστίας. Τελικά, το 1934τοποθετήθηκαν περιμετρικά της πλατείας μόνο οκτώ τέτοιες κατασκευές, που ονομάστηκαν οι «Μούσες της Ομόνοιας». Λόγοι αισθητικής και συμμετρίας δεν άφηναν χώρο για την 9η κατασκευή, αλλά μη θέλοντας να αφήσουν την ένατη μούσα να πάει σε κάποιο άλλο μέρος ή πλατεία, την τοποθέτησαν στο υπόγειο, δίπλα στις δημόσιες τουαλέτες. Και όποτε κάποιος περαστικός ρωτούσε πού είναι οι δημόσιες τουαλέτες η απάντηση ήταν «κάτω, στην Καλλιόπη». Οι Μούσες τελικά αποσύρθηκαν το 1937 και τώρα είναι στημένες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

«Άλλος πλήρωσε τη νύφη»

Ένα απόγευμα στην Αθήνα του 1843 επρόκειτο να γίνει ο γάμος των παιδιών δύο πολύ γνωστών οικογενειών, του Γ. Φλαμή (πατέρας της νύφης) και του Σ. Ταλιάνη (πατέρας του γαμπρού). Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης και μαζί με το γαμπρό περίμεναν την νύφη η οποία όμως ποτέ δεν εμφανίστηκε. Μια και οι περισσότεροι γάμοι εκείνη την εποχή ήταν προϊόν συνοικεσίου, η νύφη φαίνεται ότι δεν αγαπούσε το γαμπρό και προτίμησε να ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, ο οποίος την «έκλεψε». Έξαλλος ο γαμπρός από το ρεζιλίκι και αφού έψαξε τη νύφη και δεν την έβρισκε πουθενά πήγε στο σπίτι του παρ’ ολίγου πεθερού του και του ζήτησε πίσω τα δώρα που είχε κάνει στη κόρη του και παρ’ όλίγο γυναίκα του. Έφυγε όμως άπραγος γιατί ένας όρος στο προικοσύμφωνο που είχαν υπογράψει έγραφε ρητά ότι: «δεν θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι». Κανείς δεν ξέρει αν ο πατέρας της νύφης στάθηκε απλώς τυχερός ή είχε προβλέψει τις προθέσεις της κόρης του. Πάντως, ο νεαρός Ταλιάνης «πλήρωσε τη νύφη» χωρίς να την παντρευτεί και από τότε αυτή η φράση έμεινε και λέγεται όταν γίνεται μία αδικία σε βάρος κάποιου άλλου. 

Έλενα Ντάκουλα