Page Nav

{fbt_classic_header}

Τελευταια νεα:

latest

Η μέρα που αποφάσισα να πεθάνω

Περπατούσα πολλή ώρα και δεν πρόσεχα τίποτα απολύτως γύρω μου. Έπρεπε, όμως, να περπατήσω. Υποτίθεται ότι θα μου έφτιαχνε τη διάθεση, αλ...

Η μέρα που αποφάσισα να πεθάνω.
Περπατούσα πολλή ώρα και δεν πρόσεχα τίποτα απολύτως γύρω μου. Έπρεπε, όμως, να περπατήσω. Υποτίθεται ότι θα μου έφτιαχνε τη διάθεση, αλλά πρέπει να είχα διανύσει χιλιόμετρα, μέρες τώρα, χωρίς να αλλάζει το παραμικρό.


Έπρεπε να θυμηθώ τα πράγματα που κάποτε μου προκαλούσαν ευχαρίστηση, αλλά η ίδια η λέξη φάνταζε πλέον ξένη. Είχαν άραγε υπάρξει πράγματα που μου προκαλούσαν ευχαρίστηση πέραν όσων είχα χάσει;

Η επαφή, λένε, με τη φύση σου κάνει καλό. Ο δροσερός αέρας, το πράσινο, η θάλασσα. Λοιπόν, για μένα, όλα αυτά, είτε βρίσκονταν εκεί, είτε όχι, δεν το ήξερα. Είτε ήταν πράσινα, είτε γαλάζια, δεν έβλεπα τη διαφορά, λες και τα είχε καλύψει όλα ένα γκρι φίλτρο. Όλα. Τα κοιτούσα και δεν τα έβλεπα, τα περπατούσα και δεν τα αισθανόμουν, τα εισέπρατταν τα αυτιά μου και το μυαλό ήταν αλλού.

Κάθε πρωί, ξυπνούσα και το στήθος μου έκαιγε. Τα πόδια μου δεν έφταναν στον προορισμό τους αν δεν κατέβαλλα υπεράνθρωπες προσπάθειες πρώτα. Η καρδιά μου ήθελε να πεταχτεί έξω από το σώμα, λες και της το χρωστούσα να την αφήσω να πετάξει μακρυά. Αυτό όταν ξεχνιόμουν, γιατί τις περισσότερες φορές θυμόμουν καλά πως δεν υπήρχε πλέον τίποτα στη θέση της καρδιάς μου. Όλα τα τραγούδια μου προκαλούσαν έναν πόνο σχεδόν σωματικό, μια ταύτιση μεταφυσική, τραυματική, επικίνδυνη. Κι όλοι εκείνοι οι στίχοι που μιλούσαν για ταλαίπωρα μυαλά, για νεκρά αισθήματα, για κομματιασμένες καρδιές, ξαφνικά, καταλάβαινα ότι δεν ήταν μεταφορικοί, αλλά απόλυτα αληθινοί.

Με μια μικρή διαφορά. Για μένα η καρδιά δεν είχε, πλέον, και τόση σημασία. Την φανταζόμουν κατακρεουργημένη και κρυμμένη στο στήθος μου, μια κατακόκκινη τρόμπα που συσπόταν ασθενικά, υπολειτουργώντας για να στείλει αίμα στον ιθύνοντα νου. Γιατί το μυαλό μου ήταν που έφταιγε για όλα. Το σημαντικά σκευρωμένο μυαλό μου, το αηδιαστικό αυτό όργανο που έστεκε παραλυμένο, με όλα εκείνα τα καμπύλα αυλάκια του, παγωμένα και ανήμπορα να δεχθούν επαρκή τροφοδότηση από την καρδιά.

Ντρεπόμουν εκείνες τις λίστες με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που με έβαζε να καταγράφω ο ψυχοθεραπευτής. Ντρεπόμουν τον ίδιο, ντρεπόμουν εμένα, ντρεπόμουν όποιον θα τύχαινε να τα διαβάσει. Ντρεπόμουν για τις μαύρες σκέψεις που είχαν στεριώσει στο μυαλό μου, ντρεπόμουν που μπορούσα και έπλεκα σενάρια εκδίκησης ή ανάκαμψης ή φυγής και ντρεπόμουν που δεν είχα τα κότσια να τα υλοποιήσω. Ντρεπόμουν που ήθελα να πεθάνω, να σταματήσουν όλα απότομα και αναγκαστικά. Ντρεπόμουν που δεν με ένοιαζε τί θα αφήσω πίσω από υποχρεώσεις και χαρές, από αγαπημένους που θα παρέλυαν όταν θα έβρισκαν μπροστά τους το άψυχο κουφάρι μου. Ντρεπόμουν που είχα ξεστομίσει κάποτε ελαφρά τη καρδία μια αποδοκιμασία για κάποιους γνωστούς αυτόχειρες, αλλά ντρεπόμουν, επίσης, που πλέον τους καταλάβαινα. Που είχα πλήρη αντίληψη της πράξης τους και των λόγων που οδηγήθηκαν εκεί. Κι ήξερα πως δεν έψαχναν καμιά ανακούφιση. Στον θάνατο δεν μπορείς ούτε ανακούφιση να νιώσεις. Μπορείς, όμως, αν αποζητάς ένα τέλος, να είσαι σίγουρος ότι εκεί θα το βρεις.

Κι ύστερα; Ύστερα, τέλος σε όλα. Τέλος στις αγαπημένες βόλτες με οικογένεια και φίλους. Αλλά τέλος και στις παρεξηγήσεις και τους τσακωμούς. Τέλος στα παγωτά και τη θάλασσα το καλοκαίρι και τις ζεστές, αχνιστές σούπες του χειμώνα. Αλλά τέλος και στην αφόρητη ζέστη, τέλος και στις καταιγίδες. Τέλος στα ελπιδοφόρα σενάρια αγάπης, στα πρώτα ραντεβού και στη γλυκιά οικειότητα που θα ακολουθούσε. Αλλά τέλος και στις απογοητεύσεις, τέλος και στην απομυθοποίηση των ηρώων, τέλος στον πόνο. Τέλος στη χαρά της επιτυχίας, τέλος στην ικανοποίηση της νίκης. Αλλά τέλος και στην κούραση, τέλος στις υποχρεώσεις, τέλος στις ευθύνες, τέλος σε όλες αυτές τις μάχες που μας αφήνουν ανάπηρους. Τέλος τα χαμόγελα, τέλος και τα κλάματα. Τέλος στην αγάπη, τέλος και στους χωρισμούς. Τελεία.

Και κάπως έτσι, βάλθηκα να ψάχνω ανώδυνους τρόπους να προσφέρω το τέλος στον εαυτό μου. Δεν θα ξεχάσω πόσο με έκαναν να γελάω όσα διάβαζα, τα τραγελαφικά παραδείγματα, οι αποτυχημένες προσπάθειες. Και βρήκα, λοιπόν, και τον τρόπο εκείνο που θα με έστελνε στο πολυπόθητο τίποτά μου ήσυχα κι όμορφα. Από εκεί και πέρα, οι άλλοι θα έβρισκαν κάποια στιγμή το κουράγιο να συνεχίσουν χωρίς εμένα στο παιχνίδι, ακόμα κι εκείνοι που φοβόμουν περισσότερο ότι θα τους σκότωνε η πράξη μου. Δεν με ένοιαζε. Ήμουν ένα τίποτα με χέρια και πόδια κι ήταν απόλυτα φυσικό να ελκύομαι από το τίποτα χωρίς να μπορώ να αντισταθώ.

Έβρισκα αφορμές να τους δω όλους για μια τελευταία φορά. Μερικές φορές δεν μου αρκούσε μία με κάποιους, είναι αλήθεια. Έπρεπε να μιλήσουμε λίγο ακόμα, να μου πούνε για εκείνο το βιβλίο που δεν θα προλάβαινα να διαβάσω ποτέ, για εκείνη την ταινία που δεν θα έβλεπα ποτέ, μια ιστορία που μου άρεσε και δεν θα την ξανάκουγα ποτέ, τα προγνωστικά για την κρίση στη χώρα 10 χρόνια μετά που εγώ δεν θα τα ζούσα ποτέ, τα σχέδια των ανθρώπων μου για το μέλλον που εγώ δεν θα ήμουν πια εδώ να καμαρώσω ή να φοβηθώ. Συμφωνούσα μαζί τους σε όσα μου πρότειναν, ναι θα ξαναβγαίναμε, ναι θα πήγαινα σπίτι τους για ταινία, ναι θα πηγαίναμε σε εκείνο το μπαρ, ναι θα τα ξαναλέγαμε, ναι δεν θα ξαναχανόμουν. Πλέον δεν φοβόμουν να δώσω υποσχέσεις και η σκέψη ότι βάδιζα ολοταχώς προς το τίποτα με είχε οπλίσει με το θάρρος να πω όλα τα παράπονά μου, με τη δύναμη να συγχωρέσω, με το κουράγιο να ζητήσω άφεση, με τα κότσια να δηλώσω την αγάπη μου, με το θράσος να πω τα πράγματα με το όνομά τους. Είχα γίνει ατρόμητη.

Κι ήρθε κι εκείνη η ωραία κρίση πανικού κάποια στιγμή που με είχε καθηλώσει κοντά μια ώρα. Και για πρώτη φορά δεν φοβήθηκα πως πεθαίνω, αλλά ανακουφίστηκα που θα τέλειωνα με όλη εκείνη την κωμωδία. Κι όταν το σκέφτηκα αυτό, σταμάτησε. Τόσο απλό ήταν τόσο καιρό να πολεμήσω το φόβο και το άγχος κι ήταν πραγματική τραγική ειρωνεία που τώρα στο τέλος είχα βρει τον τρόπο. Ήμουν κυρίαρχος του εαυτού μου. Δεν φοβόμουν πια τίποτα. Μπορούσα να κλείσω το τελευταίο κεφάλαιο.

Κι ήρθε η στιγμή. Έκλεισα τα μάτια και έκανα μια τελευταία κουβέντα με τον εαυτό μου. Δεν θα σας πω τί τρόπο είχα επιλέξει να το τερματίσω το ανέκδοτο. Αλλά θα σας μιλήσω για τη σκέψη εκείνη, εξαιτίας της οποίας τελικά το άρθρο αυτό θα έπρεπε να λέγεται «Η μέρα που αποφάσισα να ζήσω».

Μόνο ένα πράγμα έμενε πια να φοβάμαι. Το ότι δεν φοβόμουν τίποτα. Γιατί αυτή ήταν η στιγμή μου. Δεν φοβόμουν τίποτα. Δεν ήλπιζα τίποτα. Ήμουν ελεύθερη, χωρίς καλά καλά να με έχει απελευθερώσει ο θάνατος όπως εννοούσε ο Καζαντζάκης. Ήμουν ελεύθερη, μα ακόμα ζωντανή. Η απόδειξη ήταν ο φόβος μου. Ο τρόμος που με τύλιξε στη σκέψη πως δεν με τρόμαζε πια τίποτα.

Κι έτσι, θέλετε από περιέργεια, θέλετε από ηλιθιότητα, αποφάσισα να ζήσω. Μέχρι να αποφάσιζε να με τερματίσει μια άλλη δύναμη, εκείνη που με είχε θέσει αρχικά σε λειτουργία.

Γιατί, ξαφνικά, ανακάλυψα πως δεν φοβόμουν τίποτα, παρά μόνο το πόσο μακρυά μπορούσα να φτάσω. Δεν φοβόμουν παρά τα κότσια μου να συνεχίσω. Και ξέρετε κάτι; Μαγκιά μου.

Τίνα Παπαβασιλείου